- επεναρίζω
- ἐπεναρίζω (Α)σκοτώνω έναν ακόμη («ἄγε με, καὶ τότ' ἐπενάριξον», Σοφ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εναρίζω, «σκοτώνω, σκυλεύω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπενάριξον — ἐπεναρίζω kill aor imperat act 2nd sg ἐπεναρίζω kill aor imperat act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)